- μπαμπακιάζω
- και βαμπακιάζω [μπαμπάκι]1. αποκτώ επιφάνεια, ή υφή όμοια με τού βαμβακιού2. μουχλιάζω3. αποκτώ χρώμα λευκό σαν το χρώμα τού μπαμπακιού («γέρασε πια και μπαμπακιάσανε τα μαλλιά του»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαμπακιάζω — μπαμπάκιασα, μπαμπακιασμένος, αποχτώ υφή όμοια με του μπαμπακιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)